- αντίπλευρος
- ἀντίπλευρος, -ον (Α)ο παράλληλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντίπλευρος — with its side opposite masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίπλευρον — ἀντίπλευρος with its side opposite masc/fem acc sg ἀντίπλευρος with its side opposite neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπλεύρων — ἀντίπλευρος with its side opposite masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek